Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάπαλσις
ἀναπάντητος
ἀναπαρθένευσις
ἀναπαριάζω
ἀναπάρτιστος
ἀναπάσσω
ἀναπατάσσω
ἀναπατέω
ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀναπαυματικός
ἀναπαύσιμος
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαυτικός
ἀναπαύω
ἀναπαφλάζω
ἀναπείθω
ἀναπεινάω
ἀνάπειρα
ἀναπειράομαι
View word page
ἀναπαυματικός
of or for fallow land

ShortDef

of or for fallow land

Debugging

Headword:
ἀναπαυματικός
Headword (normalized):
ἀναπαυματικός
Headword (normalized/stripped):
αναπαυματικος
IDX:
6216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6217
Key:

Data

{'content': 'of or for fallow land'}