Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλίς
ὀμφαλιστήρ
ὀμφαλοειδής
ὀμφαλόεις
ὀμφαλόκαρπος
ὀμφαλός
ὀμφαλοτομητέον
ὀμφαλωτός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὀμφήεις
ὀμφητήρ
ὁμωνυμέω
ὁμωνυμία
ὁμώνυμος
ὁμωροφέω
ὁμωρόφιος
ὅμως
ὁμῶς
View word page
ὄμφαξ
an unripe grape
ShortDef
an unripe grape
Debugging
Headword:
ὄμφαξ
Headword (normalized):
ὄμφαξ
Headword (normalized/stripped):
ομφαξ
IDX:
62168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62169
Key:
Data
{'content': 'an unripe grape'}