Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμφακώδης
Ὀμφάλη
ὀμφαλητομία
ὀμφαλητόμος
Ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλίς
ὀμφαλιστήρ
ὀμφαλοειδής
ὀμφαλόεις
ὀμφαλόκαρπος
ὀμφαλός
ὀμφαλοτομητέον
ὀμφαλωτός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὀμφήεις
ὀμφητήρ
ὁμωνυμέω
ὁμωνυμία
ὁμώνυμος
View word page
ὀμφαλόκαρπος
bearing fruit like an ὀμφαλός

ShortDef

bearing fruit like an ὀμφαλός

Debugging

Headword:
ὀμφαλόκαρπος
Headword (normalized):
ὀμφαλόκαρπος
Headword (normalized/stripped):
ομφαλοκαρπος
IDX:
62164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62165
Key:

Data

{'content': 'bearing fruit like an ὀμφαλός'}