Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀμφακοράξ
ὀμφακώδης
Ὀμφάλη
ὀμφαλητομία
ὀμφαλητόμος
Ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλίς
ὀμφαλιστήρ
ὀμφαλοειδής
ὀμφαλόεις
ὀμφαλόκαρπος
ὀμφαλός
ὀμφαλοτομητέον
ὀμφαλωτός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὀμφήεις
ὀμφητήρ
ὁμωνυμέω
ὁμωνυμία
View word page
ὀμφαλόεις
having a navel
ShortDef
having a navel
Debugging
Headword:
ὀμφαλόεις
Headword (normalized):
ὀμφαλόεις
Headword (normalized/stripped):
ομφαλοεις
IDX:
62163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62164
Key:
Data
{'content': 'having a navel'}