Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμφακίτης
ὀμφακόμελι
ὀμφακοράξ
ὀμφακώδης
Ὀμφάλη
ὀμφαλητομία
ὀμφαλητόμος
Ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλίς
ὀμφαλιστήρ
ὀμφαλοειδής
ὀμφαλόεις
ὀμφαλόκαρπος
ὀμφαλός
ὀμφαλοτομητέον
ὀμφαλωτός
ὄμφαξ
ὀμφή
ὀμφήεις
ὀμφητήρ
View word page
ὀμφαλιστήρ
knife to cut the navel-string

ShortDef

knife to cut the navel-string

Debugging

Headword:
ὀμφαλιστήρ
Headword (normalized):
ὀμφαλιστήρ
Headword (normalized/stripped):
ομφαλιστηρ
IDX:
62161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62162
Key:

Data

{'content': 'knife to cut the navel-string'}