Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμφάκιον
ὀμφακίς
ὀμφακίτης
ὀμφακόμελι
ὀμφακοράξ
ὀμφακώδης
Ὀμφάλη
ὀμφαλητομία
ὀμφαλητόμος
Ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλίς
ὀμφαλιστήρ
ὀμφαλοειδής
ὀμφαλόεις
ὀμφαλόκαρπος
ὀμφαλός
ὀμφαλοτομητέον
ὀμφαλωτός
ὄμφαξ
ὀμφή
View word page
ὀμφάλιος
having a boss, bossy

ShortDef

having a boss, bossy

Debugging

Headword:
ὀμφάλιος
Headword (normalized):
ὀμφάλιος
Headword (normalized/stripped):
ομφαλιος
IDX:
62159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62160
Key:

Data

{'content': 'having a boss, bossy'}