Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάπαλος
ἀνάπαλσις
ἀναπάντητος
ἀναπαρθένευσις
ἀναπαριάζω
ἀναπάρτιστος
ἀναπάσσω
ἀναπατάσσω
ἀναπατέω
ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀναπαυματικός
ἀναπαύσιμος
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαυτικός
ἀναπαύω
ἀναπαφλάζω
ἀναπείθω
ἀναπεινάω
ἀνάπειρα
View word page
ἀνάπαυμα
a repose, rest

ShortDef

a repose, rest

Debugging

Headword:
ἀνάπαυμα
Headword (normalized):
ἀνάπαυμα
Headword (normalized/stripped):
αναπαυμα
IDX:
6215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6216
Key:

Data

{'content': 'a repose, rest'}