Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀμφάκινος
ὀμφάκιον
ὀμφακίς
ὀμφακίτης
ὀμφακόμελι
ὀμφακοράξ
ὀμφακώδης
Ὀμφάλη
ὀμφαλητομία
ὀμφαλητόμος
Ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλίς
ὀμφαλιστήρ
ὀμφαλοειδής
ὀμφαλόεις
ὀμφαλόκαρπος
ὀμφαλός
ὀμφαλοτομητέον
ὀμφαλωτός
ὄμφαξ
View word page
Ὀμφάλιον
Omphalium, plain in Crete
ShortDef
Omphalium, plain in Crete
Debugging
Headword:
Ὀμφάλιον
Headword (normalized):
ὀμφάλιον
Headword (normalized/stripped):
ομφαλιον
IDX:
62158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62159
Key:
Data
{'content': 'Omphalium, plain in Crete'}