Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμφακίζω
ὀμφάκινος
ὀμφάκιον
ὀμφακίς
ὀμφακίτης
ὀμφακόμελι
ὀμφακοράξ
ὀμφακώδης
Ὀμφάλη
ὀμφαλητομία
ὀμφαλητόμος
Ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλίς
ὀμφαλιστήρ
ὀμφαλοειδής
ὀμφαλόεις
ὀμφαλόκαρπος
ὀμφαλός
ὀμφαλοτομητέον
ὀμφαλωτός
View word page
ὀμφαλητόμος
cutting the navel-string

ShortDef

cutting the navel-string

Debugging

Headword:
ὀμφαλητόμος
Headword (normalized):
ὀμφαλητόμος
Headword (normalized/stripped):
ομφαλητομος
IDX:
62157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62158
Key:

Data

{'content': 'cutting the navel-string'}