Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὀμφακηρός
ὀμφακίας
ὀμφακίζω
ὀμφάκινος
ὀμφάκιον
ὀμφακίς
ὀμφακίτης
ὀμφακόμελι
ὀμφακοράξ
ὀμφακώδης
Ὀμφάλη
ὀμφαλητομία
ὀμφαλητόμος
Ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλίς
ὀμφαλιστήρ
ὀμφαλοειδής
ὀμφαλόεις
ὀμφαλόκαρπος
ὀμφαλός
View word page
Ὀμφάλη
Omphale
ShortDef
Omphale
Debugging
Headword:
Ὀμφάλη
Headword (normalized):
ὀμφάλη
Headword (normalized/stripped):
ομφαλη
IDX:
62155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62156
Key:
Data
{'content': 'Omphale'}