Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμφαῖος
ὀμφακηρός
ὀμφακίας
ὀμφακίζω
ὀμφάκινος
ὀμφάκιον
ὀμφακίς
ὀμφακίτης
ὀμφακόμελι
ὀμφακοράξ
ὀμφακώδης
Ὀμφάλη
ὀμφαλητομία
ὀμφαλητόμος
Ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλίς
ὀμφαλιστήρ
ὀμφαλοειδής
ὀμφαλόεις
ὀμφαλόκαρπος
View word page
ὀμφακώδης
like unripe grapes

ShortDef

like unripe grapes

Debugging

Headword:
ὀμφακώδης
Headword (normalized):
ὀμφακώδης
Headword (normalized/stripped):
ομφακωδης
IDX:
62154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62155
Key:

Data

{'content': 'like unripe grapes'}