Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὀμφά
ὀμφαῖος
ὀμφακηρός
ὀμφακίας
ὀμφακίζω
ὀμφάκινος
ὀμφάκιον
ὀμφακίς
ὀμφακίτης
ὀμφακόμελι
ὀμφακοράξ
ὀμφακώδης
Ὀμφάλη
ὀμφαλητομία
ὀμφαλητόμος
Ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλίς
ὀμφαλιστήρ
ὀμφαλοειδής
ὀμφαλόεις
View word page
ὀμφακοράξ
with sour grapes

ShortDef

with sour grapes

Debugging

Headword:
ὀμφακοράξ
Headword (normalized):
ὀμφακοράξ
Headword (normalized/stripped):
ομφακοραξ
IDX:
62153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62154
Key:

Data

{'content': 'with sour grapes'}