Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὄμπνη
ὄμπνιος
ὀμφά
ὀμφαῖος
ὀμφακηρός
ὀμφακίας
ὀμφακίζω
ὀμφάκινος
ὀμφάκιον
ὀμφακίς
ὀμφακίτης
ὀμφακόμελι
ὀμφακοράξ
ὀμφακώδης
Ὀμφάλη
ὀμφαλητομία
ὀμφαλητόμος
Ὀμφάλιον
ὀμφάλιος
ὀμφαλίς
ὀμφαλιστήρ
View word page
ὀμφακίτης
unripe

ShortDef

unripe

Debugging

Headword:
ὀμφακίτης
Headword (normalized):
ὀμφακίτης
Headword (normalized/stripped):
ομφακιτης
IDX:
62151
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62152
Key:

Data

{'content': 'unripe'}