Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμοψυχία
ὁμόψυχος
ὀμόω
ὁμόω
ὄμπνη
ὄμπνιος
ὀμφά
ὀμφαῖος
ὀμφακηρός
ὀμφακίας
ὀμφακίζω
ὀμφάκινος
ὀμφάκιον
ὀμφακίς
ὀμφακίτης
ὀμφακόμελι
ὀμφακοράξ
ὀμφακώδης
Ὀμφάλη
ὀμφαλητομία
ὀμφαλητόμος
View word page
ὀμφακίζω
to be unripe
ShortDef
to be unripe
Debugging
Headword:
ὀμφακίζω
Headword (normalized):
ὀμφακίζω
Headword (normalized/stripped):
ομφακιζω
IDX:
62147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62148
Key:
Data
{'content': 'to be unripe'}