Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπαλλοτρίωτος
ἀναπάλλω
ἀνάπαλος
ἀνάπαλσις
ἀναπάντητος
ἀναπαρθένευσις
ἀναπαριάζω
ἀναπάρτιστος
ἀναπάσσω
ἀναπατάσσω
ἀναπατέω
ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀναπαυματικός
ἀναπαύσιμος
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαυτικός
ἀναπαύω
ἀναπαφλάζω
ἀναπείθω
View word page
ἀναπατέω
go up, go back

ShortDef

go up, go back

Debugging

Headword:
ἀναπατέω
Headword (normalized):
ἀναπατέω
Headword (normalized/stripped):
αναπατεω
IDX:
6213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6214
Key:

Data

{'content': 'go up, go back'}