Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπάλλακτος
ἀναπαλλοτρίωτος
ἀναπάλλω
ἀνάπαλος
ἀνάπαλσις
ἀναπάντητος
ἀναπαρθένευσις
ἀναπαριάζω
ἀναπάρτιστος
ἀναπάσσω
ἀναπατάσσω
ἀναπατέω
ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀναπαυματικός
ἀναπαύσιμος
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαυτικός
ἀναπαύω
ἀναπαφλάζω
View word page
ἀναπατάσσω
strike
ShortDef
strike
Debugging
Headword:
ἀναπατάσσω
Headword (normalized):
ἀναπατάσσω
Headword (normalized/stripped):
αναπατασσω
IDX:
6212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6213
Key:
Data
{'content': 'strike'}