Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμοφραδής
ὁμοφράδμων
ὁμοφρονέω
ὁμοφροσύνη
ὁμόφρων
ὁμοφυής
ὁμοφυΐα
ὁμοφυλία
ὁμόφυλος
ὁμόφυτος
ὁμόφωκτος
ὁμοφωνέω
ὁμοφωνία
ὁμόφωνος
ὁμοχοῖνιξ
ὁμόχορος
ὁμοχροέω
ὁμόχροια
ὁμοχρονέω
ὁμόχρονος
ὁμόχροος
View word page
ὁμόφωκτος
roasted
ShortDef
roasted
Debugging
Headword:
ὁμόφωκτος
Headword (normalized):
ὁμόφωκτος
Headword (normalized/stripped):
ομοφωκτος
IDX:
62123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62124
Key:
Data
{'content': 'roasted'}