Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπαλινδρομέω
ἀναπάλλακτος
ἀναπαλλοτρίωτος
ἀναπάλλω
ἀνάπαλος
ἀνάπαλσις
ἀναπάντητος
ἀναπαρθένευσις
ἀναπαριάζω
ἀναπάρτιστος
ἀναπάσσω
ἀναπατάσσω
ἀναπατέω
ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀναπαυματικός
ἀναπαύσιμος
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαυτικός
ἀναπαύω
View word page
ἀναπάσσω
to sprinkle upon
ShortDef
to sprinkle upon
Debugging
Headword:
ἀναπάσσω
Headword (normalized):
ἀναπάσσω
Headword (normalized/stripped):
αναπασσω
IDX:
6211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6212
Key:
Data
{'content': 'to sprinkle upon'}