Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάπαλιν
ἀναπαλινδρομέω
ἀναπάλλακτος
ἀναπαλλοτρίωτος
ἀναπάλλω
ἀνάπαλος
ἀνάπαλσις
ἀναπάντητος
ἀναπαρθένευσις
ἀναπαριάζω
ἀναπάρτιστος
ἀναπάσσω
ἀναπατάσσω
ἀναπατέω
ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀναπαυματικός
ἀναπαύσιμος
ἀνάπαυσις
ἀναπαυστήριος
ἀναπαυτικός
View word page
ἀναπάρτιστος
incomplete

ShortDef

incomplete

Debugging

Headword:
ἀναπάρτιστος
Headword (normalized):
ἀναπάρτιστος
Headword (normalized/stripped):
αναπαρτιστος
IDX:
6210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6211
Key:

Data

{'content': 'incomplete'}