Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμοτροπία
ὁμότροπος
ὁμοτροφία
ὁμότροφος
ὁμοτροχάω
ὁμοτυπία
ὁμότυπος
ὁμοτύραννος
ὁμοῦ
ὁμόϋλος
ὁμουργός
ὁμοφεγγής
ὁμόφθογγος
ὁμοφλεγής
ὁμόφοιτος
ὁμοφραδής
ὁμοφράδμων
ὁμοφρονέω
ὁμοφροσύνη
ὁμόφρων
ὁμοφυής
View word page
ὁμουργός
mate
ShortDef
mate
Debugging
Headword:
ὁμουργός
Headword (normalized):
ὁμουργός
Headword (normalized/stripped):
ομουργος
IDX:
62108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62109
Key:
Data
{'content': 'mate'}