Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμότιμος
ὁμότιτθος
ὁμότοιχος
ὁμοτονέω
ὁμότονος
ὀμοτός
ὁμοτράπεζος
ὁμοτριβέω
ὁμοτροπία
ὁμότροπος
ὁμοτροφία
ὁμότροφος
ὁμοτροχάω
ὁμοτυπία
ὁμότυπος
ὁμοτύραννος
ὁμοῦ
ὁμόϋλος
ὁμουργός
ὁμοφεγγής
ὁμόφθογγος
View word page
ὁμοτροφία
a being reared together

ShortDef

a being reared together

Debugging

Headword:
ὁμοτροφία
Headword (normalized):
ὁμοτροφία
Headword (normalized/stripped):
ομοτροφια
IDX:
62100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62101
Key:

Data

{'content': 'a being reared together'}