Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμόσπορος
ὁμόσσυτος
ὁμοστεγέω
ὅμοστιξ
ὁμοστιχάω
ὁμόστοιχος
ὁμόστολος
ὁμόστοργος
ὁμοσυγγενέτας
ὁμοσύγγονος
ὁμοσύζυξ
ὁμόσφυρος
ὁμοσχημονέω
ὁμοσχήμων
ὁμόσχολος
ὁμοταγής
ὁμόταφος
ὁμοταχής
ὁμοτεγής
ὁμοτελής
ὁμοτέρμων
View word page
ὁμοσύζυξ
bound together
ShortDef
bound together
Debugging
Headword:
ὁμοσύζυξ
Headword (normalized):
ὁμοσύζυξ
Headword (normalized/stripped):
ομοσυζυξ
IDX:
62074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62075
Key:
Data
{'content': 'bound together'}