Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὁμόσσυτος
ὁμοστεγέω
ὅμοστιξ
ὁμοστιχάω
ὁμόστοιχος
ὁμόστολος
ὁμόστοργος
ὁμοσυγγενέτας
ὁμοσύγγονος
ὁμοσύζυξ
ὁμόσφυρος
ὁμοσχημονέω
ὁμοσχήμων
ὁμόσχολος
ὁμοταγής
ὁμόταφος
ὁμοταχής
ὁμοτεγής
ὁμοτελής
View word page
ὁμοσύγγονος
kindred
ShortDef
kindred
Debugging
Headword:
ὁμοσύγγονος
Headword (normalized):
ὁμοσύγγονος
Headword (normalized/stripped):
ομοσυγγονος
IDX:
62073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62074
Key:
Data
{'content': 'kindred'}