Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμοσκηνόω
ὁμόσπλαγχνος
ὁμοσπονδέω
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὁμόσσυτος
ὁμοστεγέω
ὅμοστιξ
ὁμοστιχάω
ὁμόστοιχος
ὁμόστολος
ὁμόστοργος
ὁμοσυγγενέτας
ὁμοσύγγονος
ὁμοσύζυξ
ὁμόσφυρος
ὁμοσχημονέω
ὁμοσχήμων
ὁμόσχολος
ὁμοταγής
ὁμόταφος
View word page
ὁμόστολος
in company with
ShortDef
in company with
Debugging
Headword:
ὁμόστολος
Headword (normalized):
ὁμόστολος
Headword (normalized/stripped):
ομοστολος
IDX:
62070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62071
Key:
Data
{'content': 'in company with'}