Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμόσκηνος
ὁμοσκηνόω
ὁμόσπλαγχνος
ὁμοσπονδέω
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὁμόσσυτος
ὁμοστεγέω
ὅμοστιξ
ὁμοστιχάω
ὁμόστοιχος
ὁμόστολος
ὁμόστοργος
ὁμοσυγγενέτας
ὁμοσύγγονος
ὁμοσύζυξ
ὁμόσφυρος
ὁμοσχημονέω
ὁμοσχήμων
ὁμόσχολος
ὁμοταγής
View word page
ὁμόστοιχος
in the same line

ShortDef

in the same line

Debugging

Headword:
ὁμόστοιχος
Headword (normalized):
ὁμόστοιχος
Headword (normalized/stripped):
ομοστοιχος
IDX:
62069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62070
Key:

Data

{'content': 'in the same line'}