Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπαίω
ἀναπαλαίω
ἀναπαλεύω
ἀναπάλη
ἀνάπαλιν
ἀναπαλινδρομέω
ἀναπάλλακτος
ἀναπαλλοτρίωτος
ἀναπάλλω
ἀνάπαλος
ἀνάπαλσις
ἀναπάντητος
ἀναπαρθένευσις
ἀναπαριάζω
ἀναπάρτιστος
ἀναπάσσω
ἀναπατάσσω
ἀναπατέω
ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
ἀναπαυματικός
View word page
ἀνάπαλσις
a flinging up

ShortDef

a flinging up

Debugging

Headword:
ἀνάπαλσις
Headword (normalized):
ἀνάπαλσις
Headword (normalized/stripped):
αναπαλσις
IDX:
6206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6207
Key:

Data

{'content': 'a flinging up'}