Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμοσίπυος
ὁμοσιτέω
ὁμόσιτος
ὁμόσκευος
ὁμοσκηνία
ὁμόσκηνος
ὁμοσκηνόω
ὁμόσπλαγχνος
ὁμοσπονδέω
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὁμόσσυτος
ὁμοστεγέω
ὅμοστιξ
ὁμοστιχάω
ὁμόστοιχος
ὁμόστολος
ὁμόστοργος
ὁμοσυγγενέτας
ὁμοσύγγονος
ὁμοσύζυξ
View word page
ὁμόσπορος
sown together: sprung from the same race, kindred
ShortDef
sown together: sprung from the same race, kindred
Debugging
Headword:
ὁμόσπορος
Headword (normalized):
ὁμόσπορος
Headword (normalized/stripped):
ομοσπορος
IDX:
62064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62065
Key:
Data
{'content': 'sown together: sprung from the same race, kindred'}