Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμόσε
ὁμόσημος
ὁμοσθενής
ὁμοσίπυος
ὁμοσιτέω
ὁμόσιτος
ὁμόσκευος
ὁμοσκηνία
ὁμόσκηνος
ὁμοσκηνόω
ὁμόσπλαγχνος
ὁμοσπονδέω
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὁμόσσυτος
ὁμοστεγέω
ὅμοστιξ
ὁμοστιχάω
ὁμόστοιχος
ὁμόστολος
ὁμόστοργος
View word page
ὁμόσπλαγχνος
from the same womb (cp. ὁμογάστριος)

ShortDef

from the same womb (cp. ὁμογάστριος)

Debugging

Headword:
ὁμόσπλαγχνος
Headword (normalized):
ὁμόσπλαγχνος
Headword (normalized/stripped):
ομοσπλαγχνος
IDX:
62061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62062
Key:

Data

{'content': 'from the same womb (cp. ὁμογάστριος)'}