Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμός
ὁμόσε
ὁμόσημος
ὁμοσθενής
ὁμοσίπυος
ὁμοσιτέω
ὁμόσιτος
ὁμόσκευος
ὁμοσκηνία
ὁμόσκηνος
ὁμοσκηνόω
ὁμόσπλαγχνος
ὁμοσπονδέω
ὁμόσπονδος
ὁμόσπορος
ὁμόσσυτος
ὁμοστεγέω
ὅμοστιξ
ὁμοστιχάω
ὁμόστοιχος
ὁμόστολος
View word page
ὁμοσκηνόω
to live in the same tent

ShortDef

to live in the same tent

Debugging

Headword:
ὁμοσκηνόω
Headword (normalized):
ὁμοσκηνόω
Headword (normalized/stripped):
ομοσκηνοω
IDX:
62060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62061
Key:

Data

{'content': 'to live in the same tent'}