Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναπαίτητος
ἀναπαίω
ἀναπαλαίω
ἀναπαλεύω
ἀναπάλη
ἀνάπαλιν
ἀναπαλινδρομέω
ἀναπάλλακτος
ἀναπαλλοτρίωτος
ἀναπάλλω
ἀνάπαλος
ἀνάπαλσις
ἀναπάντητος
ἀναπαρθένευσις
ἀναπαριάζω
ἀναπάρτιστος
ἀναπάσσω
ἀναπατάσσω
ἀναπατέω
ἀνάπαυλα
ἀνάπαυμα
View word page
ἀνάπαλος
fresh casting of lots, (repeated?) auction
ShortDef
fresh casting of lots, (repeated?) auction
Debugging
Headword:
ἀνάπαλος
Headword (normalized):
ἀνάπαλος
Headword (normalized/stripped):
αναπαλος
IDX:
6205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6206
Key:
Data
{'content': 'fresh casting of lots, (repeated?) auction'}