Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμοπράγμων
ὁμόπτερος
ὀμοργάζω
ὄμοργμα
ὀμόργνυμι
ὁμορέω
ὁμόρησις
ὁμόριος
ὅμορος
ὁμορροέω
ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμορρυθμία
ὁμόρρυθμος
ὁμός
ὁμόσε
ὁμόσημος
ὁμοσθενής
ὁμοσίπυος
ὁμοσιτέω
ὁμόσιτος
View word page
ὁμορροθέω
to row together
ShortDef
to row together
Debugging
Headword:
ὁμορροθέω
Headword (normalized):
ὁμορροθέω
Headword (normalized/stripped):
ομορροθεω
IDX:
62046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62047
Key:
Data
{'content': 'to row together'}