Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμοπραγέω
ὁμοπράγμων
ὁμόπτερος
ὀμοργάζω
ὄμοργμα
ὀμόργνυμι
ὁμορέω
ὁμόρησις
ὁμόριος
ὅμορος
ὁμορροέω
ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμορρυθμία
ὁμόρρυθμος
ὁμός
ὁμόσε
ὁμόσημος
ὁμοσθενής
ὁμοσίπυος
ὁμοσιτέω
View word page
ὁμορροέω
rise together with

ShortDef

rise together with

Debugging

Headword:
ὁμορροέω
Headword (normalized):
ὁμορροέω
Headword (normalized/stripped):
ομορροεω
IDX:
62045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62046
Key:

Data

{'content': 'rise together with'}