Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμόπολις
ὁμοπολιτεία
ὁμοπολίτης
ὁμόπολος
ὁμοπραγέω
ὁμοπράγμων
ὁμόπτερος
ὀμοργάζω
ὄμοργμα
ὀμόργνυμι
ὁμορέω
ὁμόρησις
ὁμόριος
ὅμορος
ὁμορροέω
ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμορρυθμία
ὁμόρρυθμος
ὁμός
ὁμόσε
View word page
ὁμορέω
to border upon, march with

ShortDef

to border upon, march with

Debugging

Headword:
ὁμορέω
Headword (normalized):
ὁμορέω
Headword (normalized/stripped):
ομορεω
IDX:
62041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62042
Key:

Data

{'content': 'to border upon, march with'}