Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμοποιός
ὁμοπολέω
ὁμοπόλησις
ὁμόπολις
ὁμοπολιτεία
ὁμοπολίτης
ὁμόπολος
ὁμοπραγέω
ὁμοπράγμων
ὁμόπτερος
ὀμοργάζω
ὄμοργμα
ὀμόργνυμι
ὁμορέω
ὁμόρησις
ὁμόριος
ὅμορος
ὁμορροέω
ὁμορροθέω
ὁμόρροθος
ὁμορρυθμία
View word page
ὀμοργάζω
to wipe off

ShortDef

to wipe off

Debugging

Headword:
ὀμοργάζω
Headword (normalized):
ὀμοργάζω
Headword (normalized/stripped):
ομοργαζω
IDX:
62038
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62039
Key:

Data

{'content': 'to wipe off'}