Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμόπλοος
ὁμοπλωτήρ
ὁμόπνοια
ὁμοποιός
ὁμοπολέω
ὁμοπόλησις
ὁμόπολις
ὁμοπολιτεία
ὁμοπολίτης
ὁμόπολος
ὁμοπραγέω
ὁμοπράγμων
ὁμόπτερος
ὀμοργάζω
ὄμοργμα
ὀμόργνυμι
ὁμορέω
ὁμόρησις
ὁμόριος
ὅμορος
ὁμορροέω
View word page
ὁμοπραγέω
take part with
ShortDef
take part with
Debugging
Headword:
ὁμοπραγέω
Headword (normalized):
ὁμοπραγέω
Headword (normalized/stripped):
ομοπραγεω
IDX:
62035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62036
Key:
Data
{'content': 'take part with'}