Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμόνομος
ὁμόνοος
ὁμόνυμφος
ὁμοούσιος
ὁμοουσιότης
ὁμόπαγος
ὁμοπάθεια
ὁμοπαθέω
ὁμοπαθής
ὁμοπαίκτωρ
ὁμόπαις
ὁμοπάτριος
ὁμοπληθής
ὁμοπλοέω
ὁμόπλοια
ὁμόπλοκος
ὁμόπλοος
ὁμοπλωτήρ
ὁμόπνοια
ὁμοποιός
ὁμοπολέω
View word page
ὁμόπαις
twin-brother

ShortDef

twin-brother

Debugging

Headword:
ὁμόπαις
Headword (normalized):
ὁμόπαις
Headword (normalized/stripped):
ομοπαις
IDX:
62019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62020
Key:

Data

{'content': 'twin-brother'}