Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναπαιδεύω
ἀναπαιστικός
ἀνάπαιστος
ἀναπαιστρίς
ἀναπαίτητος
ἀναπαίω
ἀναπαλαίω
ἀναπαλεύω
ἀναπάλη
ἀνάπαλιν
ἀναπαλινδρομέω
ἀναπάλλακτος
ἀναπαλλοτρίωτος
ἀναπάλλω
ἀνάπαλος
ἀνάπαλσις
ἀναπάντητος
ἀναπαρθένευσις
ἀναπαριάζω
ἀναπάρτιστος
ἀναπάσσω
View word page
ἀναπαλινδρομέω
to be brought back again to the same spot

ShortDef

to be brought back again to the same spot

Debugging

Headword:
ἀναπαλινδρομέω
Headword (normalized):
ἀναπαλινδρομέω
Headword (normalized/stripped):
αναπαλινδρομεω
IDX:
6201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6202
Key:

Data

{'content': 'to be brought back again to the same spot'}