Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμόνοια
ὁμόνομος
ὁμόνοος
ὁμόνυμφος
ὁμοούσιος
ὁμοουσιότης
ὁμόπαγος
ὁμοπάθεια
ὁμοπαθέω
ὁμοπαθής
ὁμοπαίκτωρ
ὁμόπαις
ὁμοπάτριος
ὁμοπληθής
ὁμοπλοέω
ὁμόπλοια
ὁμόπλοκος
ὁμόπλοος
ὁμοπλωτήρ
ὁμόπνοια
ὁμοποιός
View word page
ὁμοπαίκτωρ
playfellow
ShortDef
playfellow
Debugging
Headword:
ὁμοπαίκτωρ
Headword (normalized):
ὁμοπαίκτωρ
Headword (normalized/stripped):
ομοπαικτωρ
IDX:
62018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62019
Key:
Data
{'content': 'playfellow'}