Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμονοέω
ὁμονοητέον
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνομος
ὁμόνοος
ὁμόνυμφος
ὁμοούσιος
ὁμοουσιότης
ὁμόπαγος
ὁμοπάθεια
ὁμοπαθέω
ὁμοπαθής
ὁμοπαίκτωρ
ὁμόπαις
ὁμοπάτριος
ὁμοπληθής
ὁμοπλοέω
ὁμόπλοια
ὁμόπλοκος
ὁμόπλοος
View word page
ὁμοπάθεια
common affection

ShortDef

common affection

Debugging

Headword:
ὁμοπάθεια
Headword (normalized):
ὁμοπάθεια
Headword (normalized/stripped):
ομοπαθεια
IDX:
62015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62016
Key:

Data

{'content': 'common affection'}