Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμολογητικός
ὁμολογία
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
ὁμομαθής
ὁμομαστιγίας
ὁμομήτριος
ὁμόναος
ὁμόνεκρος
ὁμονοεῖον
ὁμονοέω
ὁμονοητέον
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνομος
ὁμόνοος
ὁμόνυμφος
ὁμοούσιος
ὁμοουσιότης
ὁμόπαγος
ὁμοπάθεια
View word page
ὁμονοέω
to be of one mind, agree together, live in harmony
ShortDef
to be of one mind, agree together, live in harmony
Debugging
Headword:
ὁμονοέω
Headword (normalized):
ὁμονοέω
Headword (normalized/stripped):
ομονοεω
IDX:
62005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62006
Key:
Data
{'content': 'to be of one mind, agree together, live in harmony'}