Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμολογητέον
ὁμολογητής
ὁμολογητικός
ὁμολογία
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
ὁμομαθής
ὁμομαστιγίας
ὁμομήτριος
ὁμόναος
ὁμόνεκρος
ὁμονοεῖον
ὁμονοέω
ὁμονοητέον
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνομος
ὁμόνοος
ὁμόνυμφος
ὁμοούσιος
ὁμοουσιότης
View word page
ὁμόνεκρος
companion in death

ShortDef

companion in death

Debugging

Headword:
ὁμόνεκρος
Headword (normalized):
ὁμόνεκρος
Headword (normalized/stripped):
ομονεκρος
IDX:
62003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62004
Key:

Data

{'content': 'companion in death'}