Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμολόγησις
ὁμολογητέον
ὁμολογητής
ὁμολογητικός
ὁμολογία
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
ὁμομαθής
ὁμομαστιγίας
ὁμομήτριος
ὁμόναος
ὁμόνεκρος
ὁμονοεῖον
ὁμονοέω
ὁμονοητέον
ὁμονοητικός
ὁμόνοια
ὁμόνομος
ὁμόνοος
ὁμόνυμφος
ὁμοούσιος
View word page
ὁμόναος
having a common temple

ShortDef

having a common temple

Debugging

Headword:
ὁμόναος
Headword (normalized):
ὁμόναος
Headword (normalized/stripped):
ομοναος
IDX:
62002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62003
Key:

Data

{'content': 'having a common temple'}