Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγνοέω
ἀγνόημα
ἀγνοηματίζω
ἀγνόησις
ἀγνοητέον
ἀγνοητικός
ἀγνοητός
ἄγνοια
ἀγνοούντως
ἁγνοπολέομαι
ἁγνοπόλος
ἁγνόρυτος
ἄγνος
ἁγνός
ἁγνόστομος
ἁγνοτελής
ἁγνότης
Ἁγνούσιος
ἄγνυμι
ἄγνυον
ἀγνύς
View word page
ἁγνοπόλος
making pure
ShortDef
making pure
Debugging
Headword:
ἁγνοπόλος
Headword (normalized):
ἁγνοπόλος
Headword (normalized/stripped):
αγνοπολος
IDX:
619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-620
Key:
Data
{'content': 'making pure'}