Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
ἀβατόομαι
ἄβατος
ἀββα
ΑΒΓ
ἀβδέλυκτος
Ἄβδηρα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἄβδης
ἀβέβαιος
ἀβεβαιότης
ἀβέβηλος
Ἄβελος
ἀβελτερεύομαι
ἀβελτερία
ἀβελτεροκόκκυξ
ἀβέλτερος
Ἀβεσσαῖος
ἀβίαστος
View word page
ἄβδης
scourge
ShortDef
scourge
Debugging
Headword:
ἄβδης
Headword (normalized):
ἄβδης
Headword (normalized/stripped):
αβδης
IDX:
61
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-62
Key:
Data
{'content': 'scourge'}