Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμόκραιρος
ὁμόκτιτος
ὁμόκτυπος
ὁμοκωμήτης
ὁμόλεκτρος
ὁμολεχής
ὁμόλικος
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολόγησις
ὁμολογητέον
ὁμολογητής
ὁμολογητικός
ὁμολογία
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
ὁμομαθής
ὁμομαστιγίας
ὁμομήτριος
ὁμόναος
ὁμόνεκρος
View word page
ὁμολογητέον
one must allow
ShortDef
one must allow
Debugging
Headword:
ὁμολογητέον
Headword (normalized):
ὁμολογητέον
Headword (normalized/stripped):
ομολογητεον
IDX:
61993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61994
Key:
Data
{'content': 'one must allow'}