Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλητος
ὁμόκλινος
ὁμοκοιτία
ὁμόκραιρος
ὁμόκτιτος
ὁμόκτυπος
ὁμοκωμήτης
ὁμόλεκτρος
ὁμολεχής
ὁμόλικος
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολόγησις
ὁμολογητέον
ὁμολογητής
ὁμολογητικός
ὁμολογία
ὁμόλογος
ὁμολογουμένως
ὁμομαθής
View word page
ὁμόλικος
dwelling together
ShortDef
dwelling together
Debugging
Headword:
ὁμόλικος
Headword (normalized):
ὁμόλικος
Headword (normalized/stripped):
ομολικος
IDX:
61989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61990
Key:
Data
{'content': 'dwelling together'}