Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὁμοκλεής
ὁμοκλή
ὁμοκληρία
ὁμόκληρος
ὁμοκλής
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλητος
ὁμόκλινος
ὁμοκοιτία
ὁμόκραιρος
ὁμόκτιτος
ὁμόκτυπος
ὁμοκωμήτης
ὁμόλεκτρος
ὁμολεχής
ὁμόλικος
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολόγησις
ὁμολογητέον
ὁμολογητής
View word page
ὁμόκτιτος
built together:
ShortDef
built together:
Debugging
Headword:
ὁμόκτιτος
Headword (normalized):
ὁμόκτιτος
Headword (normalized/stripped):
ομοκτιτος
IDX:
61984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61985
Key:
Data
{'content': 'built together:'}