Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμοκλά
ὁμοκλάω
ὁμοκλεής
ὁμοκλή
ὁμοκληρία
ὁμόκληρος
ὁμοκλής
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλητος
ὁμόκλινος
ὁμοκοιτία
ὁμόκραιρος
ὁμόκτιτος
ὁμόκτυπος
ὁμοκωμήτης
ὁμόλεκτρος
ὁμολεχής
ὁμόλικος
ὁμολογέω
ὁμολόγημα
ὁμολόγησις
View word page
ὁμοκοιτία
a sleeping together

ShortDef

a sleeping together

Debugging

Headword:
ὁμοκοιτία
Headword (normalized):
ὁμοκοιτία
Headword (normalized/stripped):
ομοκοιτια
IDX:
61982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61983
Key:

Data

{'content': 'a sleeping together'}