Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὁμόκεντρος
ὁμόκηνσος
ὁμοκίνητος
ὁμοκλά
ὁμοκλάω
ὁμοκλεής
ὁμοκλή
ὁμοκληρία
ὁμόκληρος
ὁμοκλής
ὁμοκλητήρ
ὁμόκλητος
ὁμόκλινος
ὁμοκοιτία
ὁμόκραιρος
ὁμόκτιτος
ὁμόκτυπος
ὁμοκωμήτης
ὁμόλεκτρος
ὁμολεχής
ὁμόλικος
View word page
ὁμοκλητήρ
one who calls out to, an upbraider, threatener

ShortDef

one who calls out to, an upbraider, threatener

Debugging

Headword:
ὁμοκλητήρ
Headword (normalized):
ὁμοκλητήρ
Headword (normalized/stripped):
ομοκλητηρ
IDX:
61979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-61980
Key:

Data

{'content': 'one who calls out to, an upbraider, threatener'}