Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναξιφόρμιγξ
ἀναξυράω
ἀναξυρίδες
ἀναξύω
ἀναπαιδεύω
ἀναπαιστικός
ἀνάπαιστος
ἀναπαιστρίς
ἀναπαίτητος
ἀναπαίω
ἀναπαλαίω
ἀναπαλεύω
ἀναπάλη
ἀνάπαλιν
ἀναπαλινδρομέω
ἀναπάλλακτος
ἀναπαλλοτρίωτος
ἀναπάλλω
ἀνάπαλος
ἀνάπαλσις
ἀναπάντητος
View word page
ἀναπαλαίω
retrieve by contest

ShortDef

retrieve by contest

Debugging

Headword:
ἀναπαλαίω
Headword (normalized):
ἀναπαλαίω
Headword (normalized/stripped):
αναπαλαιω
IDX:
6197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6198
Key:

Data

{'content': 'retrieve by contest'}